- τέλλω
- Α(ποιητ. τ.)1. τελώ, εκτελώ, αποπερατώνω, φέρω εις πέρας («ἔτειλαν Διὸς ὁδὸν παρὰ Κρόνου τύρσιν», Πίνδ.)2. (αμτβ.) α) ανατέλλω («ἡλίου τέλλοντος», Σοφ.)β) (για το φυτό ίριδα) αυξάνομαι.[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. τέλλω (< *τέλ-jω) συνδέεται με το θ. τής λ. τέλος* και εμφανίζει δύο βασικές σημασίες: α) τη σημ. «ανεβαίνω, σηκώνω, υψώνω, προχωρώ, αυξάνομαι», η οποία μαρτυρείται στα σύνθ. ἀνατέλλω, ἐπιτέλλομαι, ὑπερτέλλω, που χρησιμοποιούνται ειδικότερα για να δηλώσουν την εμφάνιση τών ουράνιων σωμάτων (πρβλ. ανατολή, επιτολή)και β) τη σημ. «εκτελώ, ορίζω, διατάσσω», η οποία μαρτυρείται στα σύνθ. ἐντέλλομαι (πρβλ. εντολή), ἐπιτέλλω (για την ετυμολ. τού ρήματος αναφορικά προς τις δύο διαφορετικές σημ. που παρουσιάζει βλ. λ. τέλος). Από τη συνεσταλμένη βαθμίδα τού θ. τελ- έχει σχηματιστεί ο παρακμ. τέ-ταλ-μαι (πρβλ. και ένταλμα), ενώ την ετεροιωμένη βαθμίδα εμφανίζουν τα σύνθ. επιτολή, εντολή, ανατολή].
Dictionary of Greek. 2013.